νησιάρχης

νησιάρχης
νησιάρχης, ὁ (Α)
κυβερνήτης, άρχοντας νησιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + -άρχης (< ἄρχω) κατά τα πολι-άρχης, ταξι-άρχης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νησιαρχῶν — νησιάρχης governor of an island masc gen pl νησιαρχέω to be governor of an island pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιάρχην — νησιάρχης governor of an island masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήσος — η (ΑΜ νῆσος, Α δωρ. τ. νᾱσος και ροδ. τ. νᾱσσος) έκταση ξηράς, μικρότερη από ήπειρο, η οποία περιβάλλεται από ύδατα, νησί νεοελλ. φρ. «νήσος τού Ράιλ» ανατ. τμήμα τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων που βρίσκεται κάτω από την καλύπτρα, την… …   Dictionary of Greek

  • νησίαρχος — νησίαρχος, ὁ (Α) νησιάρχης*· [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + άρχος (< ἄρχω), κατά τα πολί αρχος, ταξί αρχος] …   Dictionary of Greek

  • νησιαρχώ — νησιαρχῶ, έω (Α) [νησίαρχος] είμαι νησιάρχης* …   Dictionary of Greek

  • νησιάρχου — νησίαρχος masc gen sg νησιάρχης governor of an island masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”